ΠΑΡΑΔΟΞΕΣ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ-ΝΑΡΚΙΣΣΙΣΤΙΚΕΣ ΠΑΓΙΔΕΣ
Μετάφραση του άρθρου “Paradoxical alliances-Narcissistic Traps” που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό “Psychotherapy Section Review” (Winter 2017) της British Psychological Society
Στην εποχή του ατομικισμού, της απομόνωσης, της ξέφρενης κούρσας για την επιβίωση, για την “επιτυχία” κάθε είδους, για το κέρδος και ίσως και για την κυριαρχία, κάποιοι άνθρωποι αποζητούν να εγγραφούν στους κόλπους κάποιας ομάδας. Το κάνουν για να στηριχθούν, για να μοιραστούν κάποια ελπίδα, για να αποφύγουν την ψυχική απομόνωση και τον συνεπαγόμενο φόβο ή την κατάθλιψη. Το κάνουν για πολλούς λόγους.
Κάποιες ομάδες προάγουν την καλλιέργεια, την έρευνα, την ευχαρίστηση, την βοήθεια. Κάποιες άλλες όμως παρουσιάζουν μια ναρκισσιστική νοσηρότητα, αντανάκλαση, ίσως, των νοσηρών ιδεωδών που προβάλλουν και καλλιεργούν οι σύγχρονες κοινωνίες.
Πρόκειται για δυναμικούς συνασπισμούς ανθρώπων στα πλαίσια μιας ευρύτερης ομάδας ή κοινωνίας. Συμμαχίες ατόμων που στοχεύουν στην πραγμάτωση μιας φαντασίωσης “απρόσβλητου”. Συχνά συνοδεύεται από την επιδίωξη κέρδους ναρκισσιστικού, υλικού ή άλλου, αδιαφορώντας για τα δικαιώματα των άλλων ή, ακόμα χειρότερα, κινούμενοι εις βάρος των άλλων.
Χαρακτηριστικά
Μέσα σε αυτούς τους συνασπισμούς ανθρώπων, το “εμείς” και το “οι άλλοι” γίνονται οι δύο πλευρές μιας παρανοϊκής διχοτόμησης. Και ποτέ η μια πλευρά δεν πρέπει να συμμαχήσει με την άλλη. Εκείνοι που βρίσκονται έξω από την ομάδα, οι “άλλοι”, είναι εξ ορισμού αρνητικοί, αντίθετοι, τοξικοί, επικίνδυνοι. Γι’αυτό θα πρέπει να αποφεύγονται ή, ακόμα χειρότερα, να συκοφαντούνται με ψευδείς πληροφορίες ή ακόμα και να δαιμονοποιούνται.
Η σύσταση μιας τέτοιας της ομάδας συνήθως στηρίζεται σε κοινότοπα προβλήματα: ο φόβος του διαφορετικού, του αντίθετου, του πολιτικού/θρησκευτικού/αθλητικού αντιπάλου, του αφεντικού, το μίσος για τους ξένους και πολλά άλλα. Κοινός τόπος: παρ’όλη την αληθοφάνειά τους, τα προβλήματα αυτά στηρίζονται στις προβολές του αρνητισμού των ίδιων των μελών επάνω στους άλλους…
Σημαντικό συστατικό, που θεμελιώνει την συνοχή μεταξύ των μελών, είναι τα μυστικά ή η διάχυση της πληροφορίας ότι υπάρχει κάποιο μυστικό. Υπονοούμενα, ψίθυροι, μυστικά και αινιγματικές συμπεριφορές κάτω από έναν γενικότερο νόμο σιωπής. Ξέρουμε πόσο η ύπαρξη του “κρυφού”, του “μυστικού”, του “απόρρητου” μέσα σε μια ομάδα μεταβάλλει την δυναμική όλης της ομάδας. Προκαλεί σύγχυση και φόβο στα μέλη. Προκαλεί την ανάγκη να βρίσκονται σε αναμονή για διαφώτιση, καθοδήγηση, συνεργεία με την ομάδα. Τα μέλη, άθελά τους, αντηχούν την ύπαρξη του μυστικού: κινούνται παράδοξα, βρίσκονται σε σύγχυση, είναι σχεδόν φοβισμένα. Συχνά ανησυχούν για τον εαυτό τους και την θέση τους μέσα στην ομάδα, γι’αυτό και οδηγούνται σε πρακτικές ή σε κινήσεις που θα επιβεβαιώνουν στην ομάδα ότι είναι με το μέρος της.
Αυτές είναι τακτικές που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως “διαστροφικές”: η ομάδα γυρεύει να εξάγει την καταστροφικότητα που εκκολάπτει μέσα της πάνω στους άλλους, μηδενίζοντάς τους με κάθε υπόγειο δυνατό τρόπο. Σε τέτοιου τύπου ομάδες, “διαστροφικές", συνηθίζεται οι ρόλοι των μελών να είναι αδιευκρίνιστοι, να υπάρχει μια σύγχυση στο ποιος είναι ο οδηγός και ποιος ο οδηγούμενος. Όλοι μοιάζουν ισότιμοι. Όλοι παρακολουθούν, αλλά μπορεί και να παρακολουθούνται. Διαθέτουν μόνον στοιχειώδεις πληροφορίες, είναι πτωχοί σε ιδέες, και είναι καλό να μην ξέρουν πολλά. Το αποτέλεσμα αυτών είναι τα μέλη να μοιράζονται την ομαδική, γι’αυτό και ακλόνητη, βεβαιότητα ότι είναι εξυπνότεροι από τους άλλους, παντοδύναμοι, άτρωτοι. Απαρτίζουν, ως ομάδα, το σώμα ενός παράδοξου ναρκισσισμού που ζει διαστρέφοντας την πραγματικότητα, απαξιώνοντας τους άλλους, μεθοδεύοντας την εκθρόνισή τους ή την βλάβη τους. Μόνο που οι τρόποι εφαρμογής των στόχων τους είναι συνήθως κοινωνικά προσαρμοσμένοι. Γι’αυτό και χρειάζεται θάρρος για να καταφέρει κάποιος να τα βάλει μαζί τους.
Το μέλος μιας τέτοιας ομάδα είναι δύσκολο να εκδηλώσει αντιρρήσεις, να διαφοροποιηθεί, να αποχωρήσει. Όσοι το κάνουν θα αντιμετωπιστούν με μικρές ή μεγάλες προσβολές, θα μειωθούν και προσβληθούν, αλλά με υπόγειο τρόπο. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν διαγράφονται απόλυτα. Οι οπαδοί είναι χρήσιμοι ώστε να συνεχίζει να υπάρχει η ομάδα.
Οι τακτικές αυτές μας θυμίζουν τις μικρο-ομάδες που υπήρχαν και υπάρχουν πάντοτε στα σχολεία ή στους χώρους εργασίας. Ακόμα και όταν δεν προβαίνουν σε φανερές τακτικές bullying, ουσιαστικά διαμορφώνουν ά-φιλους πυρήνες διαβολής εναντίον άλλων. Και καμιά φορά μοιάζει πως αυτή η αγάπη για την απαξίωση, μείωση, ενοχοποίηση και προσβολή του άλλου να είναι ο μοναδικός στόχος τους. Είναι μια στάση που με την χρήση κυρίως του ψέμματος, δημιουργεί διχασμό στο περιβάλλον. Για άλλη μια φορά, τον διχασμό που εκκολάπτει η ίδια η ομάδα και τα μέλη της τον εξάγουν στους άλλους γύρω τους….
Χωρίς αμφιβολία…
Είναι χαρακτηριστικό ότι ζώντας υπό την επιρροή ενός τέτοιου ναρκισσιστικού συνασπισμού, το Eγώ των μελών παύει να επενδύει στις δικές του ιδεϊκές κατασκευές και στις σκέψεις του. Διότι οι κατασκευές που του προτείνονται από τους άλλους στην ομάδα παρουσιάζονται μέσα σε ένα κλίμα αδιαπραγμάτευτης βεβαιότητας, συνοδευμένης από υπονοούμενα για περαιτέρω βεβαιότητες και κρυμμένες “αλήθειες” που ενισχύουν την αληθοφάνειά τους. Το να ταυτίζονται οι σκέψεις των μελών μεταξύ τους είναι ένα βίωμα αποζητούμενο από πολλούς ανθρώπους. Παραπέμπει ίσως στην εποχή της συγχωνευτικής σχέσης ενός βρέφους με την μητέρα, τότε που η σκέψη της και η σκέψη του παιδιού βρίσκονταν σε μια φυσική ενότητα. Δεν υπήρχε ετερότητα. Και αυτό γλίτωνε κατά ένα μεγάλο ποσοστό το παιδί από την αμφιβολία και τον φόβο που απορρέει από αυτή. Ήταν μια σχέση απόλυτης εμπιστοσύνης και άφεσης στις φροντίδες του άλλου.
Σε τέτοιες ομάδες, αυτό μοιάζει να είναι ένα κεντρικό προσφερόμενο ψυχικό όφελος: αποφεύγεται η διαφορετικότητα, αποφεύγεται o ξένος, ο “έτερος” και η αμφιβολία που συνεπάγεται η σχέση μαζί του, προς χάριν μιας ευτυχισμένης ναρκισσικής συμβιωτικότητας.
Μοιάζει με χαρακτηριστικό της εποχής μας η δημιουργία τέτοιων ομογενών ομάδων, τα μέλη των οποίων δεν αναγνωρίζουν την διαφορετικότητα. Ιδιαίτερα κάποιες ομάδες νέων που υπακούουν στην αρχή της απομόνωσης, ορίζουν κοινούς εχθρούς και ξεκινούν πόλεμο μαζί τους. Η συνοχή τους στηρίζεται στην καθαρά φαντασιακή ταύτιση μεταξύ των μελών και συχνά οι δράσεις τους και η βία τους δεν έχουν κανένα όριο. Ο Charles Melman μιλά για την σύγχρονη “κοινωνία των αφεντικών” (“société des maîtres”, Μelman, 2010), εκείνων οι οποίοι αντλούν την δύναμή τους ακριβώς από αυτή την μαζική φαντασιακή ταύτιση. Εκείνων που απορρίπτουν έξω από τους ίδιους όποιον είναι διαφορετικός, αρνούμενοι συχνά σε αυτούς τους άλλους την ιδιότητα του ανθρώπου, φθάνοντας να επιθυμούν ακόμα και την καταστροφή τους. Σε μια τέτοια κοινωνία ή μικρο-κοινωνία κυριαρχεί η “καθυστερημένη σκέψη” (“pensée débile” Melman, 2010), δηλαδή η σκέψη που δεν λαμβάνει υπ’όψιν την πραγματικότητα. Η “καθυστερημένη σκέψη” είναι εκείνη που πιστεύει ότι υπάρχει ένα απόλυτο γιγνώσκειν, το οποίο πρέπει να επιβληθεί. Eίναι μια σκέψη λανθασμένη και επικίνδυνη, επειδή μπορεί να γίνει δογματική και αυταρχική.
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει απόλυτη γνώση. Και το δικαίωμα στην αμφιβολία δείχνει υψηλό δείκτη νοημοσύνης…
Ναρκισσική αποπλάνηση
Το πως δρα ο πυρήνας μιας τέτοιας ομάδας πάνω στα μέλη της μας θυμίζει εκείνο που ο Racamier (1992) αποκαλούσε “ναρκισσική αποπλάνηση” -μιλώντας για την αποπλάνηση μεταξύ των μελών μιας οικογένειας. Πρόκειται για μια αποπλάνηση αμοιβαία και ακατανίκητη μεταξύ των μελών της ομάδας, όπου ο ένας αναγνωρίζει τον εαυτό του αποκλειστικά μέσα στον άλλον, πιο σωστά, αναγνωρίζεται στην ομάδα.
Τα κίνητρα αυτής της αποπλάνησης είναι καθαρά ναρκισσιστικά. Και αυτό σημαίνει ότι τα υλικά της είναι φαντασιακά (και όχι συμβολικά). Στον φαντασιακό τομέα, κυριαρχεί η ρευστότητα, αλλά και η ένταση της αναπαράστασης, της εικόνας. Έρχεται σε πρώτο πλάνο η αντιπαράθεση μεταξύ των φαντασιακών Εγώ που αντικρίζουν το ένα το άλλο ωσάν σε καθρέπτη. Και αυτό ενεργοποιεί ένα δίκτυο σχέσεων επιθετικότητας (Lacan, 1966) που μπορεί να φθάσει σε κάθε είδους τακτικές για τον αφανισμό του άλλου-αντιπάλου. Η ομάδα βρίσκεται σαν ένα ενωμένο Εγώ από την μια πλευρά του καθρέπτη. Η ζωή των άλλων ομοίων, στην άλλη πλευρά, μοιάζει να απειλεί την δική της. Γι’αυτό και μπορεί να μεθοδεύσει τρόπους για να απομονώσει αυτούς τους άλλους μακριά της, να τους απαξιώσει, να τους συκοφαντήσει, να τους κατατρέξει (εάν τα παρανοϊκά στοιχεία κυριαρχούν στην ομάδα), έως και να τους αφανίσει (όταν κυριαρχούν τα διαστροφικά στοιχεία)…
Όταν ο ναρκισσισμός υπηρετεί κάποιες θεμελιώδεις ανάγκες του υποκειμένου, όπως το αίσθημα ασφάλειας, ή την εξασφάλιση μιας κάποιας ταυτότητας εμπρός στο άγχος ή την απειλή του ψυχικού αφανισμού ή του ψυχικού “άδειου”, τότε οι τακτικές συντήρησης μιας ομαδικής ναρκισσιστικής ενότητας μπορούν να γίνουν ιδιαίτερα σκληρές, καθότι βιώνονται ως ανάγκη και όχι ως επιθυμία.
Η ναρκισσική αποπλάνηση που ενεργοποιείται στα πλαίσια μιας ομάδας, παρουσιάζεται ίσως ως αντίδοτο σε ένα ψυχικό πένθος που δεν έγινε ή δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Το κάθε μέλος έχει να αντιμετωπίσει μια δική του απειλή απώλειας ή απώλειας ήδη βιωμένης. Το κοινό σημείο όμως θα μπορούσε να είναι το ότι βρίσκονται, σε προσωπικό και σε συλλογικό επίπεδο, εμπλεγμένοι στα δίκτυα μιας άρνησης της απώλειας. Η άρνηση αυτή, μάλιστα, θα μπορούσε να αντανακλά μια γενικότερη στάση της σύγχρονης κοινότητας. Ας μην ξεχνάμε ότι ζούμε σε μια εποχή που εξωθεί τον άνθρωπο στο κυνήγι μιας παντοδυναμίας (οικονομικής, γνωστικής, εμφανισιακής, κοινωνικής και τόσα άλλα). Ζούμε μέσα στην κουλτούρα της άρνησης της έλλειψης. Και οι κυρίαρχες “αποφάνσεις” (discours), οι κυρίαρχοι “λόγοι” αναφέρονται, με μια πανηγυρική ελαφρύτητα, σε ναρκισσιστικά ιδεώδη, σε εκείνα που ο Christopher Lasch το 1979 αποκαλούσε “winning images”, “νικητήρια είδωλα”.
Σε μια ομάδα, λοιπόν, όπου κυριαρχεί η ναρκισσιστική άρνηση της κάθε απώλειας, της κάθε έλλειψης, τα μέλη εξωθούνται να χρησιμοποιούνται ως άψυχα φετίχ, όντα δίχως ταυτότητα, απο-υποκειμενοποιημένα, όντα για την απόλαυση της παντοδυναμίας, παντογνωσίας, εξουσίας του “Άλλου”. Αυτός ο Άλλος, η ομάδα, είναι ο τόπος στον οποίον απευθύνεται η εσωτερική τους διάσταση. Ο Άλλος είναι οι ίδιοι…
Το πρόβλημα με τους δεσμούς που κυριαρχούν μέσα σε μια τέτοια ομάδα είναι ότι, ενώ εξασφαλίζουν έναν υψηλό βαθμό σύμπνοιας μεταξύ των μελών, γύρω τους χαράζεται μια επικίνδυνη τάφρος. Η συνεργασία τους αποδεικνύεται παθογόνα, διότι αλλοτριώνει τα μέλη με διάφορους τρόπους. Η σχέση με την ομάδα φθάνει κάποιες φορές να μοιάζει με αιχμαλωσία σε μια σχέση αποκλειστική, που δεν επιτρέπει παρεμβολή τρίτου μέρους, δηλ. ατόμου εκτός ομάδας.
Κάθε μέρος της ομάδας αποτελεί το κομμάτι ενός σώματος, φυσικά και ψυχικά ενωμένα μεταξύ τους. Μαζί, αισθάνονται ότι απαρτίζουν έναν οργανισμό παντοδύναμο που προκαλεί κάθε εξωτερική παρουσία, κάθε απαγόρευση, κάθε νόμο. Τα μέλη δεν μπορούν ή δεν επιτρέπεται να ζήσουν για λογαριασμό τους. Διότι αυτό θα ήταν καταστροφικό για το ναρκισσιστικό “σώμα” της ομάδας. Χάνουν την αυτονομία της κίνησής τους: δεν επιθυμούν να δραστηριοποιηθούν ανεξάρτητα από την ομάδα. Χάνουν την αυτονομία της επιθυμίας τους: δεν μπορούν να δεθούν συναισθηματικά με άλλα άτομα. Χάνουν την αυτονομία της κρίσης τους: αδυνατούν να ολοκληρώσουν μια καθαρή αλληλουχία σκέψεων ή διαθέτουν μόνον κάποιες παροδικές αναλαμπές.
Αντίθετα, μέσα στην ομάδα αισθάνονται απαραίτητοι, αποζητούμενοι, αναγκαίοι, δυνατοί. Συχνά, μάλιστα, θέλοντας να γίνουν απαραίτητοι στους άλλους, γίνονται υπέρμετρα χειραγώγιμοι, υποβόλιμοι. Και, χειραγωγούμενοι, χειραγωγούν (ασυνείδητα) την ομάδα. Υπακούουν στις επιθυμίες της ομάδας ή κάποιων σημαντικών μελών. Και φθάνουν να περνούν σε εκπραξίες κάθε είδους, ακόμα και αν δεν τους ζητηθεί ξεκάθαρα. Όμως αυτό που θα πράξουν είναι διάπραξη-ανταπόκριση στην επιθυμία της ομάδας. Πως γίνεται αυτό;
Με την βοήθεια δύο βασικών μηχανισμών: “αποδιανοητικοποίηση” και “πλεγματοποίηση”.
Αποδιανοητικοποίηση και διεκπεραιωτικές λειτουργίες
Aν η διανοητικοποίηση οριζόταν ως η διαδικασία κατά την οποία τα αισθητηριακά και συναισθηματικά ερεθίσματα μετατρέπονται απο την ψυχή σε αναπαραστάσεις, σε λόγο και σε έκφραση, τότε η απο-διανοητικοποίηση θα μπορούσε να είναι η ακύρωση της διαδικασίας αυτής. Εγχείρημα δύσκολο για την ψυχή, ιδιαίτερα εφόσον μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον εκφραζόμενων και ομιλούντων όντων.
Ιδίως σε ομάδες που συστήνονται γύρω από ένα ισχυρά εξιδανικευμένο, θαυμαζόμενο, αλλά και τρομακτικό πρόσωπο, το αίτημα για την αποποίηση της αυτονομίας της σκέψης μπορεί να εξωθήσει το μέλος ακόμα και στην αποδιανοητικοποίηση, προκειμένου να επιβιώσει (Aizenstein, 2005). Έχουμε στην σκέψη μας ειδικά πολιτικά ή θρησκευτικά καθεστώτα επιβεβλημένα σε μικρο-κοινωνίες -ή και σε ευρύτερες κοινωνίες. Εκεί, καλόν είναι κανείς να μην καταλαβαίνει και πολλά, ώστε να μην χρειαστεί να αντιπαρατεθεί ποτέ με την μήτρα/αρχή της ομάδας. Επειδή κάτι τέτοιο θα ήταν επικίνδυνο.
Το δευτερογενές ψυχικό όφελος σε αυτό το εγχείρημα είναι ότι το άτομο αναθέτει την ευθύνη των επιλογών και των πράξεών του σε κάποιον άλλον. Έτσι ο ίδιος δεν αισθάνεται υπόλογος για κάτι, δεν αισθάνεται υπεύθυνος. Και γλιτώνει από το άγχος ή τον ψυχικό πόνο που κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν. Βοηθοί του σε αυτή την λίγο εξω-πραγματική διαδικασία είναι η “απώθηση”, η “σχάση του εγώ”, η “άρνηση της πραγματικότητας” και, σε ακραίες περιπτώσεις, ο ψυχωτικός μηχανισμός της “διάκλεισης” (“forclusion”, Lacan, 1955-6), ή η “αποσύνδεση” (dissociation).
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι, μπαίνοντας κανείς στην ατμόσφαιρα της ομάδας του, να εισέρχεται σαν μαγεμένος σε μια “λειτουργική κατάσταση” (operational state): εκεί το άτομο μοιάζει σαν να μην νοιώθει. Μόνο λειτουργεί. Και μας θυμίζει εκείνες τις διαστροφικές καταστάσεις που η Piera Aulagnier (1979) αποκαλούσε “παθολογική αλλοτρίωση”, περιγράφοντας ένα δίκτυο ανθρώπων που, υπό το μένος μιας βαθειάς και ακραίας εξιδανίκευσης κάποιου αρχηγού ομάδας, εγκαταλείπονται στην απόλυτη καθοδήγησή του, αποποιούμενοι την αυτονομία της σκέψης τους, και ακολουθούν τυφλά τις όποιες οδηγίες του, ακόμα και αν αυτές επιτάσσουν θάνατο -τον δικό τους ή των άλλων.
Όμως υπάρχουν και ομάδες ή μικρο-ομάδες που δεν οργανώνονται απαραίτητα γύρω από κάποιον προσδιορισμένο εξιδανικευμένο αρχηγό που δίδει οδηγίες. Ναρκισσιστικές παγίδες, αλλεργικές στην ανθρώπινη δυνατότητα για σκέψη και κρίση, μέσα σε αυτές διαμορφώνεται μια νοοτροπία, εν είδει ιδιωτικής κουλτούρας, και τα υποκείμενα δρουν ανταποκρινόμενα σε αυτήν δίχως απαραίτητα να λαμβάνουν συγκεκριμένες εντολές από κάποιον. Και αυτή η δράση τους είναι προς πλήρη ικανοποίηση, επιβεβαίωση και εκπλήρωση της ομαδικής κουλτούρας.
Τι συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις;
Δια-ψυχικές διεργασίες
Υπάρχει σε αυτές τις ομάδες ένα κύκλωμα αλληλεπίδρασης που είναι και το πιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους. Δεν σχετίζεται διόλου με τις συμβολικές ανταλλαγές μεταξύ υποκειμένων, με την επικοινωνία δια του λόγου, με τις αναπαραστάσεις, την ελεύθερη σκέψη, την φαντασίωση ή την “κοινή λογική”. Στηρίζεται καθ’ολοκληρίαν στην δράση, στην διάπραξη: δράση των μελών, και μετάδοση της δράσης. Αυτό συμβαίνει με την βοήθεια του μηχανισμού “πλεγματοποίησης” (Racamier, 1992). Πρόκειται για μια διαδικασία κατά την οποία ψυχικές δυναμικές ενός ατόμου κυριαρχούν απ’ευθείας τον ψυχικό τόπο του άλλου, δίχως την διαμεσολάβηση φαντασιώσεων, αναπαραστάσεων, “εδαφών μετάβασης” (Winnicott) ή ατόμων. H “πλεγματοποίηση” είναι φορέας δράσης (και όχι σκέψης), και αποκρυφιστικής μετάδοσης.
Πρόκειται για μια μορφή εισβολής και καταστρατήγησης. Θα μπορούσε κανείς να την συγκρίνει με την “προβλητική ταύτιση”, κατά την οποία το υποκείμενο ξεφορτώνεται αισθήματα και αισθήσεις, τα προβάλλει πάνω στον άλλον, κάνοντας εκείνον να τα βιώνει. Όμως στην “πλεγματοποίηση” (θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε και “δικτυοποίηση”) εκείνο που μεταδίδεται σαν ρεύμα από τον έναν στον άλλον είναι η διάπραξη μέσα σε μια παντελή έλλειψη σκέψης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, συμβαίνει ένα μέλος της ομάδας να διαπράττει κάτι που είναι καταπιεσμένη αλλά διακαής επιθυμία των άλλων να διαπραχθεί. Και δεν χρειάζεται να λάβει εντολή ή έστω καθοδήγηση για αυτό. Η επιθυμία για την διάπραξη τον καταλαμβάνει. Είναι σαν να “μαγεύεται”. Βιώνει μια απόλυτη σιγουριά για το ορθόν της πράξης και μια παρόρμηση για την άμεση εκτέλεσή της. Έτσι γίνεται ο τελεστής της επιθυμίας των άλλων. Το χέρι που διαπράττει εκείνο που το σώμα - δηλ. η ομάδα- αποφάσισε.
Φαίνεται πως, όταν γίνεσαι μέρος ενός ομαδικού συστήματος επιθυμιών, ανταποκρίνεσαι στις επιταγές της θέσης που καταλαμβάνεις στο σύστημα αυτό. Η θέση στην δομή (Lévy-Strauss, 1949) αποδεικνύεται πιο ισχυρή από την “ελεύθερη βούληση” ή την αποκαλούμενη “συνείδηση”…
Εν είδει συμπεράσματος
Γιατί κάποιος εγκαταλείπεται στα χέρια τέτοιων αμφίβολων ή ακόμα και επικίνδυνων για την ψυχική ισορροπία ομάδων; Εναλλακτική στον φόβο που μας προκαλεί ο άλλος και, εν τέλει, το άγνωστο; Προηγούμενες τραυματικές συναντήσεις με την πραγματικότητα; Διευθέτηση πιθανών παρανοειδών αγχών; Ή αποζήτηση μιας ομαδικότητας ως αντίδοτο στην σύγχρονη μοναξιά;
Αξίζει να εξετάσει κανείς τους λόγους της έλξης που ασκούν τέτοιοι συνασπισμοί. Πιστεύω ότι παίζει μεγάλο ρόλο η αβεβαιότητα και η συνεπαγόμενη απελπισία που αισθάνεται ο σύγχρονος άνθρωπος εμπρός στις απαιτήσεις της εποχής. Τα προβαλλόμενα πρότυπα του “επιτυχημένου” ανθρώπου μαζί με το κλίμα γενικευμένης επιθετικότητας που επικρατεί, μπορεί διεγείρουν φόβους για την επιβίωση και οξείες ναρκισσιστικές αγωνίες, που δύσκολα διαχειρίζεται μόνο του ένα υποκείμενο. Σε κάθε περίπτωση, το ερώτημα χρίζει μιας πιο λεπτομερούς κοινωνιολογικής, ψυχοκοινωνικής αλλά και πολιτικής έρευνας. Και είναι, κατά την γνώμη μας, επείγον όσο ποτέ…
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Aizenstein, M (2005)
Aulagnier, P (1979) Les destins du plaisir, Paris, PUF.
Lacan, J. Le Séminaire, Livre 3, Les Psychoses, 1955-56, Paris, …
Lacan, J. (1966), Écrits (Le stade de miroire…)
Lasch, Ch. (1979)
Lévy-Strauss, (1949)
Μelman, Ch. (2010)
Racamier P.-C. (1992)
Της Δανιέλλας Αγγελή
Δρ Ψυχολογίας
Μετάφραση του άρθρου “Paradoxical alliances-Narcissistic Traps” που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό “Psychotherapy Section Review” (Winter 2017) της British Psychological Society
Στην εποχή του ατομικισμού, της απομόνωσης, της ξέφρενης κούρσας για την επιβίωση, για την “επιτυχία” κάθε είδους, για το κέρδος και ίσως και για την κυριαρχία, κάποιοι άνθρωποι αποζητούν να εγγραφούν στους κόλπους κάποιας ομάδας. Το κάνουν για να στηριχθούν, για να μοιραστούν κάποια ελπίδα, για να αποφύγουν την ψυχική απομόνωση και τον συνεπαγόμενο φόβο ή την κατάθλιψη. Το κάνουν για πολλούς λόγους.
Κάποιες ομάδες προάγουν την καλλιέργεια, την έρευνα, την ευχαρίστηση, την βοήθεια. Κάποιες άλλες όμως παρουσιάζουν μια ναρκισσιστική νοσηρότητα, αντανάκλαση, ίσως, των νοσηρών ιδεωδών που προβάλλουν και καλλιεργούν οι σύγχρονες κοινωνίες.
Πρόκειται για δυναμικούς συνασπισμούς ανθρώπων στα πλαίσια μιας ευρύτερης ομάδας ή κοινωνίας. Συμμαχίες ατόμων που στοχεύουν στην πραγμάτωση μιας φαντασίωσης “απρόσβλητου”. Συχνά συνοδεύεται από την επιδίωξη κέρδους ναρκισσιστικού, υλικού ή άλλου, αδιαφορώντας για τα δικαιώματα των άλλων ή, ακόμα χειρότερα, κινούμενοι εις βάρος των άλλων.
Χαρακτηριστικά
Μέσα σε αυτούς τους συνασπισμούς ανθρώπων, το “εμείς” και το “οι άλλοι” γίνονται οι δύο πλευρές μιας παρανοϊκής διχοτόμησης. Και ποτέ η μια πλευρά δεν πρέπει να συμμαχήσει με την άλλη. Εκείνοι που βρίσκονται έξω από την ομάδα, οι “άλλοι”, είναι εξ ορισμού αρνητικοί, αντίθετοι, τοξικοί, επικίνδυνοι. Γι’αυτό θα πρέπει να αποφεύγονται ή, ακόμα χειρότερα, να συκοφαντούνται με ψευδείς πληροφορίες ή ακόμα και να δαιμονοποιούνται.
Η σύσταση μιας τέτοιας της ομάδας συνήθως στηρίζεται σε κοινότοπα προβλήματα: ο φόβος του διαφορετικού, του αντίθετου, του πολιτικού/θρησκευτικού/αθλητικού αντιπάλου, του αφεντικού, το μίσος για τους ξένους και πολλά άλλα. Κοινός τόπος: παρ’όλη την αληθοφάνειά τους, τα προβλήματα αυτά στηρίζονται στις προβολές του αρνητισμού των ίδιων των μελών επάνω στους άλλους…
Σημαντικό συστατικό, που θεμελιώνει την συνοχή μεταξύ των μελών, είναι τα μυστικά ή η διάχυση της πληροφορίας ότι υπάρχει κάποιο μυστικό. Υπονοούμενα, ψίθυροι, μυστικά και αινιγματικές συμπεριφορές κάτω από έναν γενικότερο νόμο σιωπής. Ξέρουμε πόσο η ύπαρξη του “κρυφού”, του “μυστικού”, του “απόρρητου” μέσα σε μια ομάδα μεταβάλλει την δυναμική όλης της ομάδας. Προκαλεί σύγχυση και φόβο στα μέλη. Προκαλεί την ανάγκη να βρίσκονται σε αναμονή για διαφώτιση, καθοδήγηση, συνεργεία με την ομάδα. Τα μέλη, άθελά τους, αντηχούν την ύπαρξη του μυστικού: κινούνται παράδοξα, βρίσκονται σε σύγχυση, είναι σχεδόν φοβισμένα. Συχνά ανησυχούν για τον εαυτό τους και την θέση τους μέσα στην ομάδα, γι’αυτό και οδηγούνται σε πρακτικές ή σε κινήσεις που θα επιβεβαιώνουν στην ομάδα ότι είναι με το μέρος της.
Αυτές είναι τακτικές που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως “διαστροφικές”: η ομάδα γυρεύει να εξάγει την καταστροφικότητα που εκκολάπτει μέσα της πάνω στους άλλους, μηδενίζοντάς τους με κάθε υπόγειο δυνατό τρόπο. Σε τέτοιου τύπου ομάδες, “διαστροφικές", συνηθίζεται οι ρόλοι των μελών να είναι αδιευκρίνιστοι, να υπάρχει μια σύγχυση στο ποιος είναι ο οδηγός και ποιος ο οδηγούμενος. Όλοι μοιάζουν ισότιμοι. Όλοι παρακολουθούν, αλλά μπορεί και να παρακολουθούνται. Διαθέτουν μόνον στοιχειώδεις πληροφορίες, είναι πτωχοί σε ιδέες, και είναι καλό να μην ξέρουν πολλά. Το αποτέλεσμα αυτών είναι τα μέλη να μοιράζονται την ομαδική, γι’αυτό και ακλόνητη, βεβαιότητα ότι είναι εξυπνότεροι από τους άλλους, παντοδύναμοι, άτρωτοι. Απαρτίζουν, ως ομάδα, το σώμα ενός παράδοξου ναρκισσισμού που ζει διαστρέφοντας την πραγματικότητα, απαξιώνοντας τους άλλους, μεθοδεύοντας την εκθρόνισή τους ή την βλάβη τους. Μόνο που οι τρόποι εφαρμογής των στόχων τους είναι συνήθως κοινωνικά προσαρμοσμένοι. Γι’αυτό και χρειάζεται θάρρος για να καταφέρει κάποιος να τα βάλει μαζί τους.
Το μέλος μιας τέτοιας ομάδα είναι δύσκολο να εκδηλώσει αντιρρήσεις, να διαφοροποιηθεί, να αποχωρήσει. Όσοι το κάνουν θα αντιμετωπιστούν με μικρές ή μεγάλες προσβολές, θα μειωθούν και προσβληθούν, αλλά με υπόγειο τρόπο. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν διαγράφονται απόλυτα. Οι οπαδοί είναι χρήσιμοι ώστε να συνεχίζει να υπάρχει η ομάδα.
Οι τακτικές αυτές μας θυμίζουν τις μικρο-ομάδες που υπήρχαν και υπάρχουν πάντοτε στα σχολεία ή στους χώρους εργασίας. Ακόμα και όταν δεν προβαίνουν σε φανερές τακτικές bullying, ουσιαστικά διαμορφώνουν ά-φιλους πυρήνες διαβολής εναντίον άλλων. Και καμιά φορά μοιάζει πως αυτή η αγάπη για την απαξίωση, μείωση, ενοχοποίηση και προσβολή του άλλου να είναι ο μοναδικός στόχος τους. Είναι μια στάση που με την χρήση κυρίως του ψέμματος, δημιουργεί διχασμό στο περιβάλλον. Για άλλη μια φορά, τον διχασμό που εκκολάπτει η ίδια η ομάδα και τα μέλη της τον εξάγουν στους άλλους γύρω τους….
Χωρίς αμφιβολία…
Είναι χαρακτηριστικό ότι ζώντας υπό την επιρροή ενός τέτοιου ναρκισσιστικού συνασπισμού, το Eγώ των μελών παύει να επενδύει στις δικές του ιδεϊκές κατασκευές και στις σκέψεις του. Διότι οι κατασκευές που του προτείνονται από τους άλλους στην ομάδα παρουσιάζονται μέσα σε ένα κλίμα αδιαπραγμάτευτης βεβαιότητας, συνοδευμένης από υπονοούμενα για περαιτέρω βεβαιότητες και κρυμμένες “αλήθειες” που ενισχύουν την αληθοφάνειά τους. Το να ταυτίζονται οι σκέψεις των μελών μεταξύ τους είναι ένα βίωμα αποζητούμενο από πολλούς ανθρώπους. Παραπέμπει ίσως στην εποχή της συγχωνευτικής σχέσης ενός βρέφους με την μητέρα, τότε που η σκέψη της και η σκέψη του παιδιού βρίσκονταν σε μια φυσική ενότητα. Δεν υπήρχε ετερότητα. Και αυτό γλίτωνε κατά ένα μεγάλο ποσοστό το παιδί από την αμφιβολία και τον φόβο που απορρέει από αυτή. Ήταν μια σχέση απόλυτης εμπιστοσύνης και άφεσης στις φροντίδες του άλλου.
Σε τέτοιες ομάδες, αυτό μοιάζει να είναι ένα κεντρικό προσφερόμενο ψυχικό όφελος: αποφεύγεται η διαφορετικότητα, αποφεύγεται o ξένος, ο “έτερος” και η αμφιβολία που συνεπάγεται η σχέση μαζί του, προς χάριν μιας ευτυχισμένης ναρκισσικής συμβιωτικότητας.
Μοιάζει με χαρακτηριστικό της εποχής μας η δημιουργία τέτοιων ομογενών ομάδων, τα μέλη των οποίων δεν αναγνωρίζουν την διαφορετικότητα. Ιδιαίτερα κάποιες ομάδες νέων που υπακούουν στην αρχή της απομόνωσης, ορίζουν κοινούς εχθρούς και ξεκινούν πόλεμο μαζί τους. Η συνοχή τους στηρίζεται στην καθαρά φαντασιακή ταύτιση μεταξύ των μελών και συχνά οι δράσεις τους και η βία τους δεν έχουν κανένα όριο. Ο Charles Melman μιλά για την σύγχρονη “κοινωνία των αφεντικών” (“société des maîtres”, Μelman, 2010), εκείνων οι οποίοι αντλούν την δύναμή τους ακριβώς από αυτή την μαζική φαντασιακή ταύτιση. Εκείνων που απορρίπτουν έξω από τους ίδιους όποιον είναι διαφορετικός, αρνούμενοι συχνά σε αυτούς τους άλλους την ιδιότητα του ανθρώπου, φθάνοντας να επιθυμούν ακόμα και την καταστροφή τους. Σε μια τέτοια κοινωνία ή μικρο-κοινωνία κυριαρχεί η “καθυστερημένη σκέψη” (“pensée débile” Melman, 2010), δηλαδή η σκέψη που δεν λαμβάνει υπ’όψιν την πραγματικότητα. Η “καθυστερημένη σκέψη” είναι εκείνη που πιστεύει ότι υπάρχει ένα απόλυτο γιγνώσκειν, το οποίο πρέπει να επιβληθεί. Eίναι μια σκέψη λανθασμένη και επικίνδυνη, επειδή μπορεί να γίνει δογματική και αυταρχική.
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει απόλυτη γνώση. Και το δικαίωμα στην αμφιβολία δείχνει υψηλό δείκτη νοημοσύνης…
Ναρκισσική αποπλάνηση
Το πως δρα ο πυρήνας μιας τέτοιας ομάδας πάνω στα μέλη της μας θυμίζει εκείνο που ο Racamier (1992) αποκαλούσε “ναρκισσική αποπλάνηση” -μιλώντας για την αποπλάνηση μεταξύ των μελών μιας οικογένειας. Πρόκειται για μια αποπλάνηση αμοιβαία και ακατανίκητη μεταξύ των μελών της ομάδας, όπου ο ένας αναγνωρίζει τον εαυτό του αποκλειστικά μέσα στον άλλον, πιο σωστά, αναγνωρίζεται στην ομάδα.
Τα κίνητρα αυτής της αποπλάνησης είναι καθαρά ναρκισσιστικά. Και αυτό σημαίνει ότι τα υλικά της είναι φαντασιακά (και όχι συμβολικά). Στον φαντασιακό τομέα, κυριαρχεί η ρευστότητα, αλλά και η ένταση της αναπαράστασης, της εικόνας. Έρχεται σε πρώτο πλάνο η αντιπαράθεση μεταξύ των φαντασιακών Εγώ που αντικρίζουν το ένα το άλλο ωσάν σε καθρέπτη. Και αυτό ενεργοποιεί ένα δίκτυο σχέσεων επιθετικότητας (Lacan, 1966) που μπορεί να φθάσει σε κάθε είδους τακτικές για τον αφανισμό του άλλου-αντιπάλου. Η ομάδα βρίσκεται σαν ένα ενωμένο Εγώ από την μια πλευρά του καθρέπτη. Η ζωή των άλλων ομοίων, στην άλλη πλευρά, μοιάζει να απειλεί την δική της. Γι’αυτό και μπορεί να μεθοδεύσει τρόπους για να απομονώσει αυτούς τους άλλους μακριά της, να τους απαξιώσει, να τους συκοφαντήσει, να τους κατατρέξει (εάν τα παρανοϊκά στοιχεία κυριαρχούν στην ομάδα), έως και να τους αφανίσει (όταν κυριαρχούν τα διαστροφικά στοιχεία)…
Όταν ο ναρκισσισμός υπηρετεί κάποιες θεμελιώδεις ανάγκες του υποκειμένου, όπως το αίσθημα ασφάλειας, ή την εξασφάλιση μιας κάποιας ταυτότητας εμπρός στο άγχος ή την απειλή του ψυχικού αφανισμού ή του ψυχικού “άδειου”, τότε οι τακτικές συντήρησης μιας ομαδικής ναρκισσιστικής ενότητας μπορούν να γίνουν ιδιαίτερα σκληρές, καθότι βιώνονται ως ανάγκη και όχι ως επιθυμία.
Η ναρκισσική αποπλάνηση που ενεργοποιείται στα πλαίσια μιας ομάδας, παρουσιάζεται ίσως ως αντίδοτο σε ένα ψυχικό πένθος που δεν έγινε ή δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Το κάθε μέλος έχει να αντιμετωπίσει μια δική του απειλή απώλειας ή απώλειας ήδη βιωμένης. Το κοινό σημείο όμως θα μπορούσε να είναι το ότι βρίσκονται, σε προσωπικό και σε συλλογικό επίπεδο, εμπλεγμένοι στα δίκτυα μιας άρνησης της απώλειας. Η άρνηση αυτή, μάλιστα, θα μπορούσε να αντανακλά μια γενικότερη στάση της σύγχρονης κοινότητας. Ας μην ξεχνάμε ότι ζούμε σε μια εποχή που εξωθεί τον άνθρωπο στο κυνήγι μιας παντοδυναμίας (οικονομικής, γνωστικής, εμφανισιακής, κοινωνικής και τόσα άλλα). Ζούμε μέσα στην κουλτούρα της άρνησης της έλλειψης. Και οι κυρίαρχες “αποφάνσεις” (discours), οι κυρίαρχοι “λόγοι” αναφέρονται, με μια πανηγυρική ελαφρύτητα, σε ναρκισσιστικά ιδεώδη, σε εκείνα που ο Christopher Lasch το 1979 αποκαλούσε “winning images”, “νικητήρια είδωλα”.
Σε μια ομάδα, λοιπόν, όπου κυριαρχεί η ναρκισσιστική άρνηση της κάθε απώλειας, της κάθε έλλειψης, τα μέλη εξωθούνται να χρησιμοποιούνται ως άψυχα φετίχ, όντα δίχως ταυτότητα, απο-υποκειμενοποιημένα, όντα για την απόλαυση της παντοδυναμίας, παντογνωσίας, εξουσίας του “Άλλου”. Αυτός ο Άλλος, η ομάδα, είναι ο τόπος στον οποίον απευθύνεται η εσωτερική τους διάσταση. Ο Άλλος είναι οι ίδιοι…
Το πρόβλημα με τους δεσμούς που κυριαρχούν μέσα σε μια τέτοια ομάδα είναι ότι, ενώ εξασφαλίζουν έναν υψηλό βαθμό σύμπνοιας μεταξύ των μελών, γύρω τους χαράζεται μια επικίνδυνη τάφρος. Η συνεργασία τους αποδεικνύεται παθογόνα, διότι αλλοτριώνει τα μέλη με διάφορους τρόπους. Η σχέση με την ομάδα φθάνει κάποιες φορές να μοιάζει με αιχμαλωσία σε μια σχέση αποκλειστική, που δεν επιτρέπει παρεμβολή τρίτου μέρους, δηλ. ατόμου εκτός ομάδας.
Κάθε μέρος της ομάδας αποτελεί το κομμάτι ενός σώματος, φυσικά και ψυχικά ενωμένα μεταξύ τους. Μαζί, αισθάνονται ότι απαρτίζουν έναν οργανισμό παντοδύναμο που προκαλεί κάθε εξωτερική παρουσία, κάθε απαγόρευση, κάθε νόμο. Τα μέλη δεν μπορούν ή δεν επιτρέπεται να ζήσουν για λογαριασμό τους. Διότι αυτό θα ήταν καταστροφικό για το ναρκισσιστικό “σώμα” της ομάδας. Χάνουν την αυτονομία της κίνησής τους: δεν επιθυμούν να δραστηριοποιηθούν ανεξάρτητα από την ομάδα. Χάνουν την αυτονομία της επιθυμίας τους: δεν μπορούν να δεθούν συναισθηματικά με άλλα άτομα. Χάνουν την αυτονομία της κρίσης τους: αδυνατούν να ολοκληρώσουν μια καθαρή αλληλουχία σκέψεων ή διαθέτουν μόνον κάποιες παροδικές αναλαμπές.
Αντίθετα, μέσα στην ομάδα αισθάνονται απαραίτητοι, αποζητούμενοι, αναγκαίοι, δυνατοί. Συχνά, μάλιστα, θέλοντας να γίνουν απαραίτητοι στους άλλους, γίνονται υπέρμετρα χειραγώγιμοι, υποβόλιμοι. Και, χειραγωγούμενοι, χειραγωγούν (ασυνείδητα) την ομάδα. Υπακούουν στις επιθυμίες της ομάδας ή κάποιων σημαντικών μελών. Και φθάνουν να περνούν σε εκπραξίες κάθε είδους, ακόμα και αν δεν τους ζητηθεί ξεκάθαρα. Όμως αυτό που θα πράξουν είναι διάπραξη-ανταπόκριση στην επιθυμία της ομάδας. Πως γίνεται αυτό;
Με την βοήθεια δύο βασικών μηχανισμών: “αποδιανοητικοποίηση” και “πλεγματοποίηση”.
Αποδιανοητικοποίηση και διεκπεραιωτικές λειτουργίες
Aν η διανοητικοποίηση οριζόταν ως η διαδικασία κατά την οποία τα αισθητηριακά και συναισθηματικά ερεθίσματα μετατρέπονται απο την ψυχή σε αναπαραστάσεις, σε λόγο και σε έκφραση, τότε η απο-διανοητικοποίηση θα μπορούσε να είναι η ακύρωση της διαδικασίας αυτής. Εγχείρημα δύσκολο για την ψυχή, ιδιαίτερα εφόσον μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον εκφραζόμενων και ομιλούντων όντων.
Ιδίως σε ομάδες που συστήνονται γύρω από ένα ισχυρά εξιδανικευμένο, θαυμαζόμενο, αλλά και τρομακτικό πρόσωπο, το αίτημα για την αποποίηση της αυτονομίας της σκέψης μπορεί να εξωθήσει το μέλος ακόμα και στην αποδιανοητικοποίηση, προκειμένου να επιβιώσει (Aizenstein, 2005). Έχουμε στην σκέψη μας ειδικά πολιτικά ή θρησκευτικά καθεστώτα επιβεβλημένα σε μικρο-κοινωνίες -ή και σε ευρύτερες κοινωνίες. Εκεί, καλόν είναι κανείς να μην καταλαβαίνει και πολλά, ώστε να μην χρειαστεί να αντιπαρατεθεί ποτέ με την μήτρα/αρχή της ομάδας. Επειδή κάτι τέτοιο θα ήταν επικίνδυνο.
Το δευτερογενές ψυχικό όφελος σε αυτό το εγχείρημα είναι ότι το άτομο αναθέτει την ευθύνη των επιλογών και των πράξεών του σε κάποιον άλλον. Έτσι ο ίδιος δεν αισθάνεται υπόλογος για κάτι, δεν αισθάνεται υπεύθυνος. Και γλιτώνει από το άγχος ή τον ψυχικό πόνο που κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν. Βοηθοί του σε αυτή την λίγο εξω-πραγματική διαδικασία είναι η “απώθηση”, η “σχάση του εγώ”, η “άρνηση της πραγματικότητας” και, σε ακραίες περιπτώσεις, ο ψυχωτικός μηχανισμός της “διάκλεισης” (“forclusion”, Lacan, 1955-6), ή η “αποσύνδεση” (dissociation).
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι, μπαίνοντας κανείς στην ατμόσφαιρα της ομάδας του, να εισέρχεται σαν μαγεμένος σε μια “λειτουργική κατάσταση” (operational state): εκεί το άτομο μοιάζει σαν να μην νοιώθει. Μόνο λειτουργεί. Και μας θυμίζει εκείνες τις διαστροφικές καταστάσεις που η Piera Aulagnier (1979) αποκαλούσε “παθολογική αλλοτρίωση”, περιγράφοντας ένα δίκτυο ανθρώπων που, υπό το μένος μιας βαθειάς και ακραίας εξιδανίκευσης κάποιου αρχηγού ομάδας, εγκαταλείπονται στην απόλυτη καθοδήγησή του, αποποιούμενοι την αυτονομία της σκέψης τους, και ακολουθούν τυφλά τις όποιες οδηγίες του, ακόμα και αν αυτές επιτάσσουν θάνατο -τον δικό τους ή των άλλων.
Όμως υπάρχουν και ομάδες ή μικρο-ομάδες που δεν οργανώνονται απαραίτητα γύρω από κάποιον προσδιορισμένο εξιδανικευμένο αρχηγό που δίδει οδηγίες. Ναρκισσιστικές παγίδες, αλλεργικές στην ανθρώπινη δυνατότητα για σκέψη και κρίση, μέσα σε αυτές διαμορφώνεται μια νοοτροπία, εν είδει ιδιωτικής κουλτούρας, και τα υποκείμενα δρουν ανταποκρινόμενα σε αυτήν δίχως απαραίτητα να λαμβάνουν συγκεκριμένες εντολές από κάποιον. Και αυτή η δράση τους είναι προς πλήρη ικανοποίηση, επιβεβαίωση και εκπλήρωση της ομαδικής κουλτούρας.
Τι συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις;
Δια-ψυχικές διεργασίες
Υπάρχει σε αυτές τις ομάδες ένα κύκλωμα αλληλεπίδρασης που είναι και το πιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους. Δεν σχετίζεται διόλου με τις συμβολικές ανταλλαγές μεταξύ υποκειμένων, με την επικοινωνία δια του λόγου, με τις αναπαραστάσεις, την ελεύθερη σκέψη, την φαντασίωση ή την “κοινή λογική”. Στηρίζεται καθ’ολοκληρίαν στην δράση, στην διάπραξη: δράση των μελών, και μετάδοση της δράσης. Αυτό συμβαίνει με την βοήθεια του μηχανισμού “πλεγματοποίησης” (Racamier, 1992). Πρόκειται για μια διαδικασία κατά την οποία ψυχικές δυναμικές ενός ατόμου κυριαρχούν απ’ευθείας τον ψυχικό τόπο του άλλου, δίχως την διαμεσολάβηση φαντασιώσεων, αναπαραστάσεων, “εδαφών μετάβασης” (Winnicott) ή ατόμων. H “πλεγματοποίηση” είναι φορέας δράσης (και όχι σκέψης), και αποκρυφιστικής μετάδοσης.
Πρόκειται για μια μορφή εισβολής και καταστρατήγησης. Θα μπορούσε κανείς να την συγκρίνει με την “προβλητική ταύτιση”, κατά την οποία το υποκείμενο ξεφορτώνεται αισθήματα και αισθήσεις, τα προβάλλει πάνω στον άλλον, κάνοντας εκείνον να τα βιώνει. Όμως στην “πλεγματοποίηση” (θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε και “δικτυοποίηση”) εκείνο που μεταδίδεται σαν ρεύμα από τον έναν στον άλλον είναι η διάπραξη μέσα σε μια παντελή έλλειψη σκέψης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, συμβαίνει ένα μέλος της ομάδας να διαπράττει κάτι που είναι καταπιεσμένη αλλά διακαής επιθυμία των άλλων να διαπραχθεί. Και δεν χρειάζεται να λάβει εντολή ή έστω καθοδήγηση για αυτό. Η επιθυμία για την διάπραξη τον καταλαμβάνει. Είναι σαν να “μαγεύεται”. Βιώνει μια απόλυτη σιγουριά για το ορθόν της πράξης και μια παρόρμηση για την άμεση εκτέλεσή της. Έτσι γίνεται ο τελεστής της επιθυμίας των άλλων. Το χέρι που διαπράττει εκείνο που το σώμα - δηλ. η ομάδα- αποφάσισε.
Φαίνεται πως, όταν γίνεσαι μέρος ενός ομαδικού συστήματος επιθυμιών, ανταποκρίνεσαι στις επιταγές της θέσης που καταλαμβάνεις στο σύστημα αυτό. Η θέση στην δομή (Lévy-Strauss, 1949) αποδεικνύεται πιο ισχυρή από την “ελεύθερη βούληση” ή την αποκαλούμενη “συνείδηση”…
Εν είδει συμπεράσματος
Γιατί κάποιος εγκαταλείπεται στα χέρια τέτοιων αμφίβολων ή ακόμα και επικίνδυνων για την ψυχική ισορροπία ομάδων; Εναλλακτική στον φόβο που μας προκαλεί ο άλλος και, εν τέλει, το άγνωστο; Προηγούμενες τραυματικές συναντήσεις με την πραγματικότητα; Διευθέτηση πιθανών παρανοειδών αγχών; Ή αποζήτηση μιας ομαδικότητας ως αντίδοτο στην σύγχρονη μοναξιά;
Αξίζει να εξετάσει κανείς τους λόγους της έλξης που ασκούν τέτοιοι συνασπισμοί. Πιστεύω ότι παίζει μεγάλο ρόλο η αβεβαιότητα και η συνεπαγόμενη απελπισία που αισθάνεται ο σύγχρονος άνθρωπος εμπρός στις απαιτήσεις της εποχής. Τα προβαλλόμενα πρότυπα του “επιτυχημένου” ανθρώπου μαζί με το κλίμα γενικευμένης επιθετικότητας που επικρατεί, μπορεί διεγείρουν φόβους για την επιβίωση και οξείες ναρκισσιστικές αγωνίες, που δύσκολα διαχειρίζεται μόνο του ένα υποκείμενο. Σε κάθε περίπτωση, το ερώτημα χρίζει μιας πιο λεπτομερούς κοινωνιολογικής, ψυχοκοινωνικής αλλά και πολιτικής έρευνας. Και είναι, κατά την γνώμη μας, επείγον όσο ποτέ…
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Aizenstein, M (2005)
Aulagnier, P (1979) Les destins du plaisir, Paris, PUF.
Lacan, J. Le Séminaire, Livre 3, Les Psychoses, 1955-56, Paris, …
Lacan, J. (1966), Écrits (Le stade de miroire…)
Lasch, Ch. (1979)
Lévy-Strauss, (1949)
Μelman, Ch. (2010)
Racamier P.-C. (1992)